- ατοξευτος
- ἀτόξευτοςἀ-τόξευτος2недосягаемый для стрел
(πέτραι Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πέτραι Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ατόξευτος — η, ο (Α ἀτόξευτος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν χτυπήθηκε με τόξο αρχ. αυτός που βρίσκεται εκτός βολής τόξου … Dictionary of Greek
ἀτοξεύτους — ἀτόξευτος out of bow shot masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)